Κάστωρ και Πολυδεύκης

Κάστωρ και Πολυδεύκης
Βλ. λ. Διόσκουροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δίδυμοι — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηνίοχου, του Ωρίωνα και του Μικρού Κυνός. Είναι ο τρίτος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου μετά τον Ταύρο και πριν από τον Καρκίνο. Η ονομασία του αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ραμό, Ζαν - Φιλίπ — (Rameau, Ντιζόν 1683 – Παρίσι 1764). Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Περίφημος ήδη από τα εφτά του χρόνια ως βιρτουόζος του κλαβεσέν, κράτησε με αίγλη –ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1701– τη θέση του οργανίστα σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Τιμησίθεος — Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής, αγνώστων χρόνων. Έγραψε: Δαναΐδες, Έκτορος λύρα, Ηρακλής, Ιξίων, Καπανεύς, Μέμνων, Μνηστήρες, Ζηνός γοναί, Ελένης απαιτήσεις, Ορέστης, Πυλάδης και Κάστωρ και Πολυδεύκης. Τα έργα του δεν διασώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Άφιδνος — Ένας από τους μυθολογικούς ήρωες της Αττικής, επώνυμος της πόλης των Αφιδνών. Ο Θησέας, εμπιστεύτηκε στον Ά. την Ελένη, όταν μαζί με τον Πειρίθο κατέβηκε στον Άδη για την αρπαγή της Περσεφόνης. Όταν οι Διόσκουροι κυρίευσαν την πόλη, ο Ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”